- τετρακυκλικός
- -ή, -ό, Ν1. (για άνθη) αυτός που αποτελείται από τέσσερα σπονδυλώματα ή κύκλους μορίων2. (για χημική ένωση) αυτή που περιέχει στο μόριό της τέσσερεις δακτυλίους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracyclic < τετρ(α)-* + κυκλικός].
Dictionary of Greek. 2013.