τετρακυκλικός

τετρακυκλικός
-ή, -ό, Ν
1. (για άνθη) αυτός που αποτελείται από τέσσερα σπονδυλώματα ή κύκλους μορίων
2. (για χημική ένωση) αυτή που περιέχει στο μόριό της τέσσερεις δακτυλίους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracyclic < τετρ(α)-* + κυκλικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετρακυκλίνη — Κοινή ονομασία αντιβιοτικών, που απομονώνονται από καλλιέργειες μερικών ειδών Streptomyces, μικρομυκήτων που είναι πολύ διαδεδομένοι στη φύση· είναι δραστικά σε πολλά Γκραμ θετικά και αρνητικά μικρόβια, στις ρικέτσειες και σε μερικούς ιούς… …   Dictionary of Greek

  • χοληστάνιο — το, Ν (βιοχ.) τετρακυκλικός κορεσμένος υδρογονάνθρακας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholestane] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”